ἐξερευνήσεως

ἐξερευνήσεως
ἐξερευνήσεω̆ς , ἐξερεύνησις
inquiry
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ερευνήσιμος — η, ο αυτός που μπορεί κάποιος να εξερευνήσει, ο άξιος εξερευνήσεως («ερευνήσιμη εδαφική έκταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερευνώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Σπ. Παγανέλη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”